BLOGGERS HELP

O

16 Νοε 2013

ΜΙΑ ΓΙΔΑ


ΜΙΑ ΓΙΔΑ



Πάρα πέρα έρχεται - στου φεγγαριού το φως – ένα απόσκιο. Μια κυκλοτερής χαράδρα, που στο τέρμα της γίνεται πολύ απότομη. Ο κατσικόδρομος της πορείας τους είναι σκαλισμένος πάνω σε βράχο, που υψώνεται απότομος πάνω του, ενώ προς την άλλη μεριά, δεξιά, απλώνεται μια πολύ κατηφορική σάρα, που φθάνει ως το ποτάμι, τον Αχελώο.

Η εμπροσθοφυλακή έχει περάσει το απότομο τέρμα της χαράδρας που μοιάζει με «μπούκα». Όλοι οι άνδρες του κυρίου σώματος βρίσκονται μέσα σε αυτήν. Η «οπισθοφυλακή δεν θα έχει μπει μέσα ακόμη, όταν στη νυχτερινή σιγαλιά ακούγεται ένα παράξενο βέλασμα κατσίκας. Πριν περάσουν δευτερόλεπτα, πριν να προφθάσουν μερικοί να διατυπώσουν την σκέψη πως κάπως αφύσικο φαίνεται εκείνο το νυχτερινό «ρέκασμα», η χαράδρα αχολογάει από καταιγιστικά πυρά.


Τότε το κατάλαβε – θα λέει ο κοκκινοτρίχης – πως ήταν προδότης, μα δεν πρόλαβε να τον σκοτώσει. Του ξέφυγε στο σκοτάδι. Κατά τα λεγόμενα του αργότερα, θα του το πληρώσει, θα τον εκτελέσει τον Μάιο του 1946, τον προδότη αχτιδικό Χρήστο (άγνωστων λοιπών στοιχείων). Αλλά και αυτός – ο Χρυσιώτης – θα εκτελεστεί στις αρχές του 1947, από τον διαβόητο αρχισυμμορίτη Γούσια. Γιατί λέγοντας «προδότη αχτιδικό» - αν δεν το έλεγε ευθέως ο ίδιος, προκαλούσε όμως σχόλια και εντυπώσεις σε άλλους – δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν κανονικό μέλος αχτιδικής επιτροπής του ΚΚΕ και ταυτόχρονα προδότης για τον αρχηγό του (του Κοκκινοτρίχη τον αρχηγό) Άρη Βελουχιώτη. Δηλαδή ότι το κόμμα τον έβαλε να προδώσει. Αλλά αυτά έρχονται πολύ μεταγενέστερα. Ενώ τώρα βρισκόμαστε στους αλαφιασμένους και καθηλωμένους στα σκοτάδια, Αρειανούς του κυρίου σώματος των δυο διμοιριών.

Τοποθεσία που δεχτήκανε τα αιφνιδιαστικά πυρά της ενέδρας


Έχουν την εντύπωση ότι η ενέδρα που πέσανε, ήταν μαστορικά προετοιμασμένη από την ημέρα. Δεν είναι έτσι. Ενώ το τμήμα των Εθνικών Δυνάμεων που τους χτύπησε - κατά την αντίθετη και επικρατέστερη εκδοχή – τυχαία παρενεβλήθη κατά την δική του κίνηση  - μεταξύ εμπροσθοφυλακής και κυρίου σώματος της συμμορίας Βελουχιώτη. Πρόχειρα στήσανε στο σκοτάδι τα όπλα τους, ακούγοντας θόρυβο από βήματα. Και σχεδόν στα τυφλά έριχναν. Έτσι και αυτοί σχεδόν αιφνιδιάζονται, αφού μάλιστα είναι αισθητά λιγότεροι από τις δυο διμοιρίες των Αρειανών. Και έτσι η σύγκρουση διαρκεί ελάχιστο χρόνο με αμοιβαία σύγχυση και αμοιβαία απομάκρυνση από το σημείο της ενέδρας. Αλλά αυτά δεν τα γνωρίζουν οι καθηλωμένοι από τις πρώτες ριπές (των δυο διμοιριών). Και με την αγωνία που τους κατέχει νομίζουν πως η σύγκρουση κράτησε ώρα πολλή, ότι μαχόμενοι πέρασαν τον πύρινο κλοιό του στρατού Και έτσι διασώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Οι εντυπώσεις τους εκείνες, μάλιστα με τον συγκλονισμό που υπέστησαν, θα τους μείνουν ανεξάλειπτες εφ’ όρου ζωής. Οι ψευδαισθήσεις θα επικρατήσουν και θα κυριαρχήσουν στις αναμνήσεις τους.


ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ για τα λίγα λεπτά της νυκτερινής σύγκρουσης μένουν επηρεασμένες από τη λαχτάρα που πέρασαν. Αλλά για τα παραπέρα, για όσα τους συνέβησαν όταν διέφυγαν τον άμεσο κίνδυνο στο σημείο συγκρούσεως, αυτά έχουν την αξία τους στην εξιστόρηση της τελευταίας περιπέτειας του θηριώδους κομμουνιστή αρχικαπετάνιου.

Ο καπετάν Πελοπίδας χάθηκε και αυτός, με την πρώτη σύγχυση. Κάπου λούφαξε και ύστερα σύρθηκε. Υστερότερα ξεμάκρυνε μα την κάλυψη του σκότους. Ο ομαδάρχης Μήτρος, όμως, γλίστρησε προς τις δυο διμοιρίες. Μαζί και οι διμοιρίτες, βλέποντας λίγα και αραιά τα στρατιωτικά πυρά, παίρνουν θάρρος, ρίχνουν και αυτοί μερικές ριπές. Και όπως τα στρατιωτικά πυρά αραιώνουν ακόμη περισσότερο, οι συμμορίτες κινούνται πιο αποφασιστικά. Κατά τις αφηγήσεις λοιπόν:


«ΠΕΡΑΣΑΝ 30 – 40, στείλανε ανιχνευτές που μάζεψαν μερικούς ακόμη, πέρασαν και οι διμοιρίτες Νέστορας και Γερίκης, που ανέλαβαν την διοίκηση των συγκεντρωμένων, ενώ από τις θέσεις των αντιπάλων, ύστερα από ριπές τους, σταμάτησαν πια ολότελα τα εχθρικά πυρά. Ο Άρης όμως με την «οπισθοφυλακή» του δεν βρέθηκε. Προς τα πού είχαν πέσει; Ούτε και η εμπροσθοφυλακή βρέθηκε.

Είπαν μερικοί πως τους φάνηκε να άκουσαν και άλλα πυρά, έξω και μακρυά από την ενέδρα που αυτοί είχαν πέσει. Ίσως τα στρατιωτικά τμήματα να είχαν στήσει ενέδρες και σε άλλα σημεία, σαν «δεύτερο κλοιό». Πάντως χάθηκε και η εμπροσθοφυλακή μέσα στο σκοτάδι, μαζί της και εκείνος ο άγνωστος και ύποπτος πια για φοβερή προδοσία αχτιδικός. Ούτε και ο Πελοπίδας βρέθηκε.

Ο Άρης όμως, ο Άρης που να βρίσκεται; Που να τον βρούνε μέσα στα σκοτάδια; Τι να γίνει τώρα; Τι να κάνουνε; …

Κάποια στιγμή ένας από τους πιστούς του, ξεχνάει πως δεν μπορεί να ακούγονται φωνές, δεν μπορεί να κρατηθεί:

-         Εκεί, εκεί κάτω είναι ο αρχηγός, δέστε το κλεφτοφάναρό του, το «μανιατό».

Κάτω στη ποταμιά, διακρίνεται πραγματικά ένα φωτάκι που τρεμοσβύνει.

-         Είναι το κλεφτοφάναρό του, λένε πολλοί, το γνωστό τους φαναράκι που λειτουργεί με «μανιατό».

-         Όχι, του απαντούν άλλοι, αυτό το φως είναι κόκκινο, δεν είναι φαναράκι. Φωτιά είναι.

-         Ο αρχηγός είναι και μας καλεί, πάμε να πάμε αμέσως κοντά του.

-         Όχι, όχι μην κάνετε σαν παιδιά. Θέλετε να ξαναπέσουμε πάλι σε ενέδρα; Μπορεί να είναι και παγίδα του εχθρού.


     ΑΥΤΗ την τελευταία γνώμη έχουν οι δυο διμοιρίτες, που αποφασίζουν και εξηγούν: «Αφού δεν ξέρουμε που είναι ο αρχηγός, θα συνεχίσουμε την πορεία μας για κει που είχαμε ξεκινήσει. Θα τραβήξουμε προς το Μυρόφυλλο. Το λογικό είναι εκεί να βαδίσει ο αρχηγός με τους άλλους και να συναντηθούμε με το ξημέρωμα.

     Είχαν τις αντιρρήσεις τους, μερικοί που θύμισαν την τελευταία εντολή του: «Αν χτυπηθούμε, σημείο συναντήσεως η κορυφή». Αλλά αυτοί ήσαν οι πιο λίγοι. Οι περισσότεροι – νεοκαταγέντες τις τελευταίες μέρες, αλλά ΕΛΑΣίτες με πείρα – έβλεπαν διαφορετικά την κατάσταση: «Έπρεπε μην παραμείνουν γυρεύοντας τον αρχηγό», στο σημείο εκείνο που ήταν πολύ φυσικό να επανεμφανιστούν ισχυρές δυνάμεις, μετά την νυχτερινή σύγκρουση. Έπρεπε να απομακρυνθούν από τον χώρο της ενέδρας. Αυτό επέβαλε η αντάρτικη τακτική. Αυτό θα έκανε και ο Άρης.

     Φθάνοντας στο Μυρόφυλλο σταματούν: Να είναι πιασμένο και αυτό; Να είναι πιασμένη η γέφυρα του Τετρακώμου; Όπως είναι αναστατωμένοι από την ενέδρα, κάθε βήμα τους, τους φαίνεται επικίνδυνο. Δεν είναι διατιθέμενοι πια να πιστέψουν κανένα ότι και αν τους πει. Δεν πάθανε, ότι πάθανε από την εμπιστοσύνη του αρχηγού τους στον «προδότη τον αχτιδικό»; Θα περάσουν το ποτάμι με τα πόδια και ας είναι τα νερά που πολλά εκείνη την εποχή. Διαλέγουν ένα σημείο νοτίως του χωριού όπου πλαταίνει και ρηχαίνει το ποτάμι και το αποφασίζουν.
            Άλλοι όμως αποφασίζουν κάτι άλλο: Μπαίνουν στο πιο ανοιχτό σπίτι, παίρνουν το νοικοκύρη του με την αξίωση «Θα μας δείξεις ένα πέρασμα, αν θέλεις να ζήσεις …»
==============================================

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ ?