BLOGGERS HELP

O

16 Νοε 2013

Ο ΛΗΣΤΟΤΡΟΦΟΣ


Ο ΛΗΣΤΟΤΡΟΦΟΣ



Όμως αναπάντεχη βοήθεια εμφανίζεται. Είναι δυο ντόπιοι ντόπιοι που ξέρουν τον τόπο, όσο κανείς άλλος Δυο τσελιγκάδες, πατέρας και γιος. Τετρακωμίτες, φανατικοί ΕΑΜικοί.

Ο πατέρας, παλιός ληστοτρόφος, βρέθηκε στον ΕΛΑΣ σαν ψάρι στη γυάλα. Ο γιος ήταν και έφεδρος της Σχολής Ρεντίνας (της σχολής εφέδρων αξιωματικών του ΕΛΑΣ) που υπηρέτησε και στο Γενικό στρατηγείο. Αλλά και ο πατέρας ήταν στέλεχος του ΕΑΜ, τομεακός. Τους ξέρει, καλά ο Καραϊσκάκης που μεταδίδει την αισιοδοξία του από την εμφάνιση του και στους άλλους. Αυτοί τους λένε:

- Σας ξέρει ο στρατός ότι κρύβεστε, κάπου εδώ. Μη βλέπετε που δεν σας χτυπάει ακόμα. Περιμένουν να σας κλείσουν ολότελα, πρώτα. Τι λογαριάζετε να κάνετε τώρα εσείς;

Το χωράφι με την καλύβα που ζούσε ο ληστοτρόφος Λάκκας.

- Λογαριάζουμε πώς θα τα καταφέρουμε να γλιστρήσουμε και να περάσουμε. Μα πολύ μας φοβίζει, που δεν μπορούμε να σμίξουμε με τον αρχηγό μας. Ανάμεσα μας στη ράχη, βρίσκεται κάποιο τμήμα. Μικρό είναι. Μα αν χτυπηθούμε θα χιμήξει όλος ο στρατός.

- Αυτού που λέτε είναι η στρούγκα μας. Ο καπετάνιος του ΕΔΕΣ Βόιδαρος με άλλους ΕΔΕΣίτες βρίσκεται τώρα εδώ. Μα έννοια μην έχετε γι’ αυτό. Εμείς μπορούμε να περάσουμε απ’ όπου θέλουμε, εδώ «στο σπίτι μας». Τι θέλετε να μηνήσουμε τώρα του αρχηγού σας;

Κι έτσι όλοι μαζί αποφάσισαν πως ο ένας από τους δύο τσελιγκάδες (ο γιος) θα πήγαινε να συναντήσει τον Άρη και θα του ανακοίνωνε το σχέδιο τους, δηλαδή: Ο άλλος ο μεγάλος τσέλιγκας θα περνούσε στα σίγουρα «το κύριο σώμα» ανάμεσα από το στρατιωτικό κλοιό. Το ίδιο δρομολόγιο θα ακολουθούσε και ο Βελουχιώτης με τους άλλους δεκαπέντε και οδηγό τον γιό. Οι αντάρτες του κυρίου σώματος όταν περάσουν τις θέσεις των αντιπάλων δεν θα απομακρυνθούν από εκεί, θα περιμένουν τον αρχηγό τους. Αν γίνει κάποια απρόοπτη σύγκρουση θα χτυπήσουν και αυτοί το στρατιωτικό τμήμα και θα το βάλουν μεταξύ δύο πυρών και θα ανοίξουν δρόμο.

Ο γιος δεν δυσκολεύεται να ανακαλύψει την ομαδούλα της οπισθοφυλακής. Οι πληροφορίες για την διάσωση του μεγαλύτερου μέρους της δυνάμεως του, που ήταν και κοντά τους, βέβαια τους χαροποίησε όλους. Ο Άρης ύστερα από τις πρώτες κουβέντες διέκοψε με αγωνία τον πληροφοριοδότη τους.

- Ο Σωτήρης! Είναι μαζί τους ο Σωτήρης, έμαθες τίποτα για αυτόν;

- Ποιος Σωτήρης; Δεν τον ξέρω.

- Δίκιο έχεις βρε παιδί μου, που να τον ξέρεις. Αλλά αν ήξερες …

Ο Άρης δέχτηκε. Επάνω στις προετοιμασίες ο ανθυπολοχαγός ζήτησε να μιλήσει παράμερα του αρχηγού. Τραβήχτηκαν πάρα πέρα. Κομπιάζοντας, ξεροκαταπίνοντας και εξηγώντας ότι το θεωρούσε χρέος του να τον κατατοπίσει, αν και καταλάβαινε πως θα τον στεναχωρήσει, αν και δεν ήταν η κατάλληλη ώρα, έβγαλε το κομμάτι της εφημερίδας με το φοβερό, το φρικτό και το απαίσιο για τον αρχηγό μήνυμα. Το άρπαξε εκείνος από τα χέρια του και άρχισε να το διαβάζει.

Πριν τελειώσει το διάβασμα, όχι μόνο ο αντικρινός του που ήξερε το περιεχόμενο του, αλλά και οι άλλοι πάρα πέρα, ο Θάνος, ο Τζαβέλλας, ο ξάδερφος του Δήμος Ζαγκλάρας κατάλαβαν την ταραχή και την αναστάτωση του. Πάντα χλόμιαζε, πάνιαζε από το κακό του, όταν του έκανε κανείς βαριά προσβολή, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει … δια μαχαίρας. Το ίδιο και τώρα που παράγινε το κακό με τους κεραυνούς Ζαχαριάδη. Χλομιάζει, ζαλίζεται παραπατάει.


ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που ξεκινούσε το «κύριο σώμα» ακουστήκαν πάνω στο αντέρεισμα, στην απέναντι όχθη, πυκνοί πυροβολισμοί, ριπές και μια δύο χειροβομβίδες, σαν νάγινε μια στιγμιαία σύγκρουση, μια μικρή συμπλοκή. Δεν έδωσαν όμως και μεγάλη σημασία, έτσι όπως αμέσως σταμάτησαν οι τουφεκιές και όπως, καθώς άρχιζε το σουρούπωμα, ξεκίνησαν με οδηγό τον πατέρα τσέλιγκα.

Ο γέρος βγήκε με το παρά πάνω σωστός στις υποσχέσεις και την αυτοπεποίθηση του. Κανόνισε έτσι την πορεία τους ώστε με το «μουρόχρωμα» πέρασαν τολμηρά, όσο και απαρατήρητοι μέσα από τα ακρινά σπίτια της Μεσούντας, Πιο πέρα, όπως έπηξε το σκοτάδι, γλίστρησαν αμίλητοι, στα νύχια, βαδίζοντας ο ένας πιασμένος από τον άλλον μεσ’ το πυκνό δάσος, ανάμεσα από στρατιωτικές θέσεις και σκοπούς που άκουγαν καμιά φορά και τις κουβέντες μεταξύ τους. Όταν περάσανε τον κλοιό και πάτησαν μια κατάλληλη θέση, χωρίς μα απομακρυνθούνε, στήσανε τα οπλοπολυβόλα τους στραμμένα στην αντίθετη κατεύθυνση της πορείας τους, προς τα πίσω, περιμένοντας να βοηθήσουν, αν χρειαζόταν τον Βελουχιώτη με τους άλλους, που θα τους έφερνε από το ίδιο δρομολόγιο ο γιος του τσέλιγκα.

Εκεί περίμεναν πολλή ώρα. Περίμεναν, περίμεναν όλη τη νύχτα, ως την ώρα που τους πήρε ο ήλιος. Περίμεναν ακόμα ως το μεσημέρι. Μόνο τότε τους άφησε ο γέρος. Άδικα θα περίμεναν πια.
=============================================
   ΖΑΛΙΣΜΕΝΟΣ